μπάζα1, η, ουσ. [<βενετ. baza (= κάρτες κερδισμένες από τον αντίπαλο)]. 1. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το σύνολο των χαρτιών που μαζεύει ο παίχτης με ένα καλό χαρτί. Συνών. φυλλωσιά / χαρτωσιά. 2. (γενικά) το κέρδος, το οικονομικό όφελος νόμιμο ή παράνομο: «ετοιμάζω μια δουλειά, που, αν πιάσει, έχει για όλους μας μπάζα»·
- γερή μπάζα, μεγάλο οικονομικό όφελος, κέρδος, που αποκομίζει κανείς με νόμιμο ή παράνομο τρόπο: «θέλει να κάνει μια τελευταία γερή μπάζα και ν’ αποτραβηχτεί απ’ την παρανομία»·
- δεν παίρνω μπάζα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. δεν πιάνω μπάζα·
- δεν πιάνει μπάζα, (για πράγματα) δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιο όμοιό του, είναι πολύ κατώτερό του: «τ’ αυτοκίνητό σου δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο δικό μου». Συνών. δεν πιάνει φυλλωσιά / δεν πιάνει χαρτωσιά·
 - δεν πιάνει μπάζα μπροστά μου, δεν αξίζει τίποτα συγκρινόμενος μαζί μου, γενικά είναι κατά πολύ κατώτερός μου: «δεν τολμάει  να συγκριθεί μαζί μου, γιατί δεν πιάνει μπάζα μπροστά μου». (Τραγούδι: τα τεκνά δεν πιάνουν μπάζα μπρος στο νταηλίκι σου κάποτε οι μάγκες τον καφέ στο μπρίκι σου). Συνών. δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου / δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου·
- δεν πιάνω μπάζα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν μπορώ να μαζέψω με το φύλλο μου κατά τη διάρκεια κάποιου κόλπου τα χαρτιά που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι: «αφού δεν μπορούσα να πιάσω μια μπάζα, παράτησα το παιχνίδι». Συνών. δεν πιάνω φυλλωσιά / δεν πιάνω χαρτωσιά·
- κάνω την μπάζα μου, αποκομίζω σημαντικά κέρδη με νόμιμο ή παράνομο τρόπο: «σήκωσε μια οικοδομή κι έκανε την μπάζα του || μπλέχτηκε για ένα διάστημα με το λαθρεμπόριο κι έκανε την μπάζα του»·
- μεγάλη μπάζα, βλ. φρ. γερή μπάζα·
-χοντρή μπάζα, βλ. λ. γερή μπάζα.